Τα µικρά και πολυδιάσπαρτα περιαστικά κυρίως αγροκτήµατα, τα οποία αποτελούσαν για χρόνια τη ραχοκοκαλιά της υπαίθριας καλλιέργειας κηπευτικών, τροφοδοτώντας κατά βάση τις κεντρικές και υπαίθριες λαϊκές αγορές, έχουν δώσει µε τον καιρό τη θέση τους σε µεγάλες – οργανωµένες αγροτικές εκµεταλλεύσεις, πολλές εκ των οποίων διαθέτουν και υποδοµές τυποποίησης. Κι αυτές ακόµα µε τη σειρά τους, δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε µεγάλα – ακριβά θερµοκήπια, σύγχρονης τεχνολογίας, υψηλής παραγωγικότητας και κορυφαίων αποδόσεων.
Ο νέος τρόπος οργάνωσης της παραγωγής στον τοµέα των κηπευτικών είναι αποτέλεσµα τόσο των εξελίξεων στον τοµέα της τεχνολογίας όσο και συνθηκών που διαµορφώνονται στο πεδίο της διάθεσης των παραγόµενων προϊόντων. ∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι η τεχνολογία αγρού και ειδικά οι νέες ψηφιακές λύσεις που φθάνουν καθηµερινά στο χωράφι δίνουν τη δυνατότητα κεντρικής διαχείρισης της καλλιεργητικής φροντίδας της εκµετάλλευσης, περιορίζοντας τις ανάγκες σε ανειδίκευτο προσωπικό.
Την ίδια στιγµή, η διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της κάθε εκµετάλλευσης καθίσταται µονόδροµος, από τη στιγµή που οι αλυσίδες λιανικής αυξάνουν συνεχώς τα µερίδιά τους στη διάθεση των προϊόντων µαναβικής και η συνεργασία µαζί τους καθίσταται δυνατή µόνο υπό προϋποθέσεις και κυρίως µε βάση τον όγκο της παραγωγής και την ανάγκη κάλυψης των αναγκών µιας αλυσίδας όλο το χρόνο.
Στους χονδρέµπορους το 35%
Να θυµίσουµε ότι µε βάση τα διαθέσιµα στατιστικά στοιχεία, η διακίνηση οπωροκηπευτικών µέσω των Κεντρικών Λαχαναγορών (Αθήνας και Θεσσαλονίκης) δεν υπερβαίνει σήµερα το 20%, οι χονδρεµπορικές επιχειρήσεις διαχειρίζονται περί το 35%, τα supermarket παίρνουν απευθείας κάτι λιγότερο από 30%, ενώ µέσω των λαϊκών αγορών φθάνει στην κατανάλωση ένα 15% των διακινούµενων ποσοτήτων.
Με βάση τα παραπάνω ένα πολύ µικρό µέρος των κηπευτικών (κάτω του 10%) ακολουθεί τη διαδροµή των λαϊκών αγορών και έχει αναφορά σε µικροκαλλιεργητές, οι οποίοι διαθέτουν την παραγωγή τους υποστηρίζοντας οι ίδιοι τις περισσότερες φορές και τον πάγκο της λαϊκής. Ο κύριος όγκος των προϊόντων που διατίθεται στην εσωτερική αγορά περνάει από «κανάλια» τα οποία εκ της φύσεώς τους καθιστούν ανίσχυρη τη διαπραγµατευτική θέση των µικρών καλλιεργητών. Η εµπειρία δείχνει ότι οι καλλιεργητές αυτής της κατηγορίας δεν έχουν καµιά τύχη στο «κατώφλι» των super market, ενώ υφίστανται όλο και συχνότερα απογοητεύσεις στις κεντρικές λαχαναγορές, όπως και στα ανεξάρτητα καταστήµατα των χονδρεµπόρων.
Ενδεχοµένως όλες αυτές οι παρατηρήσεις να µην είχαν κανένα απολύτως νόηµα, αν η συρρίκνωση των εκµεταλλεύσεων κηπευτικών µικρής και µεσαίας κλίµακας δεν συνοδεύονταν από σοβαρές δυσκολίες απασχόλησης και οικονοµικής επιβίωσης ενός σηµαντικού µέρους των δραστηριοποιούµενων στην ελληνική ύπαιθρο. Αλλά κι αυτό ακόµα θα µπορούσε ίσως να… υποτιµηθεί για χάρη της εξέλιξης και του διεθνούς ανταγωνισµού, αν οι καταναλωτές απολάµβαναν καλύτερα ποιοτικά προϊόντα και σε πραγµατικά χαµηλότερη τιµή. Αντί αυτού βλέπουµε µια µεγάλη γκάµα προϊόντων να δίνει τη θέση τους στα εισαγόµενα, χωρίς µάλιστα, την ίδια στιγµή, να υπάρχει η δυνατότητα αντιστάθµισης των απωλειών στο ισοζύγιο µε ανάλογες «κατακτήσεις» στο πεδίο των εξαγωγών.
Πηγή: https://www.agronews.gr