Η Άνδρος από την αρχαιότητα αποτελούσε ναυτικό πέρασμα προς τα μεγάλα κέντρα της Αττικής, της Κωνσταντινούπολης, της Μαύρης Θάλασσας, της Μικράς Ασίας.
Από το στόλο στον οικισμό του Στρόφιλα, τη Ζαγορά, την Παλαιόπολη και τις μετακινήσεις σε Χαλκιδική και Θράκη, μέχρι τα βυζαντινά χρόνια, την αντιμετώπιση πειρατών και Αράβων, τη Λατινοκρατία και τους Οθωμανούς, η Άνδρος πάντα βρίσκονταν στο επίκεντρο των ναυτικών δρώμενων του Αιγαίου.

Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή υπογράφηκε 21 Ιουλίου 1774[1]
Η υπογραφή της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774 μεταξύ της Τσαρικής Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε ορόσημο για την ανάπτυξη του εμπορίου και του εφοπλισμού του νησιού. Επέτρεψε στα Ανδριώτικα καράβια να πολλαπλασιαστούν και να ταξιδεύουν ελεύθερα, υπό την προστασία της Ρωσικής σημαίας, και η Χώρα της Άνδρου άρχισε να γίνεται σημαντικό εμπορικό κέντρο.

Η Χώρα της Άνδρου με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774 και κυρίως μετά την επανάσταση του 1821, έγινε σημαντικό ναυτιλιακό κέντρο και απέκτησε σταδιακά ένα μεγάλο νηολόγιο πλοίων[2]
Οι θαλάσσιες γραμμές γύρω απ’ το νησί ήταν πολλές, και τα πλοία πολύ συχνά εκτεθειμένα στους ισχυρούς βοριάδες της περιοχής. Ιδιαίτερα στο Στενό του Καφηρέα (Κάβο Ντόρο) και την ανατολική πλευρά του νησιού.
Έτσι στο διάβα του χρόνου, τα νερά της Άνδρου εκτός από δρόμοι προόδου και δημιουργίας έγιναν και μάρτυρες μεγάλων ναυτικών τραγωδιών.
Στις 2 Ιανουαρίου 1791, ιστιοφόρο πλοίο χτυπά στα βράχια της Λαβαντάρας λόγω της θαλασσοταραχής και βυθίζεται. Το όνομα του πλοίου δεν είναι γνωστό, αλλά φαίνεται ότι ήταν κενό φορτίου και όλοι οι επιβαίνοντες πνίγηκαν.
Σε διάφορα έγγραφα που ανταλλάσσονται μεταξύ των κοτζαμπάσηδων του νησιού και της Οθωμανικής Αρχής, διακρίνεται η προσπάθειά τους να προστατέψουν τα αντικείμενα του πλοίου από πιθανή λαφυραγωγία των κατοίκων.
Στο «Τοπωνυμικόν της Νήσου Άνδρου»[3] ο Δημήτριος Π. Πασχάλης αναφέρει:
«Ἀλαβανδάρα ἤ Λαβανδάρα. Ἀπότομος καί σχεδόν κάθετος χαράδρα, νεύουσα πρός τήν θάλασσαν μεταξύ τῶν ἀκρωτηρίων Κούβουλο καί Ἀκαμάτη, λίαν ἐπικίνδυνος εἰς τούς παραπλέοντας. Δέν γνωρίζομεν, ἐάν ἡ λέξις ἔχει σχέσιν τινά πρός ἥρωα Ἀλάβανδον, υἰόν τοῦ Καρός καί τῆς νύμφης Καλιρρόης, ἤ πρός τήν λέξιν «ἀλαβάνδα» (λαφυραγωγία), ἴσως διότι τά φορτία τῶν ἐκεῖ συχνά ναυαγούντων πλοίων διηρπάζοντο ὑπό τῶν κατοίκων.»
Ο κοτζαμπάσης Γεώργιος Κονδύλης που διέμενε στη Χώρα, με την είδηση του ναυαγίου μεταβαίνει την ίδια μέρα στην περιοχή για να επιθεωρήσει το περιστατικό και ενημερώνει άμεσα τον έτερο κοτζαμπάση του τόπου Λορέντζο Καΐρη, που διέμενε στη Μεσαριά (Πύργος Παρόδου).
Αναφέρει ότι κάτοικοι του Κάτω Κάστρου (εννοεί και τα γύρω χωριά) είχαν φτάσει στη Λαβαντάρα, αλλά έδωσε εντολή να μην πειράξει κανείς τίποτα από τα πράγματα του ναυαγισμένου καραβιού.
«Σιόρ Λορέντζο, χαίρεις.
Ἔστω εἰς εἴδησίν σας, ὅτι ἤπεσεν ἕνα καράβι βενέτικο εἰς τήν Λαβαντάρα τό ὁποῖο ἀνθρῶποι δέν ἔχει κανένα μέσα εἰς τό ὁποῖο κτυπώντας ἄνοιξεν καί ἐβούλιασεν καί εἴναι βουλισμένο καί εἴναι ὅλοι οἱ Καστριγιανοί (οι κάτοικοι του Κάτω Κάστρου, δηλ. της Χώρας) ἐτζεῖ (εκεί) καί στέκουνται. Εἰς τό ὁποῖο ἐγώ ἐπῆγα καί τούς εἶπα νά μήν βάλῃ κανείς χέρι καί νά ὁρίσῃς εὐθύς μέσα (στη Χώρα) αὔριο τό πουρνό νά πάρωμε βάρτζες νά πᾶμε νά δοῦμε τί θά κάμωμε. Ταῦτα καί σᾶς προσμένω ἀπόψε.
1791, Γεναρίου 2.
Γεώργιος Κονδύλης.»[4]

Η ακτογραμμή της Άνδρου στα ανατολικά από τον Όρμο Κορθίου μέχρι τη Χώρα, και περίπου στο μέσο η Λαβαντάρα
Ο κοτζαμπάσης Λορέντζο Καΐρης απάντησε στο γράμμα του Γεωργίου Κονδύλη την επόμενη ημέρα. Φαίνεται να χειρίζεται το θέμα με υπεύθυνο και δίκαιο τρόπο και ζητάει λεπτομερή καταγραφή όλων των αντικειμένων και μεταφορά τους σε ασφαλές μέρος στην Χώρα ώστε να αποδοθούν στο μέλλον σε όποιους δικαιούχους τα αναζητήσουν. Κάτοικοι που δεν συμμορφώνονται στην παραπάνω εντολή, να απομακρύνονται από το μέρος. Το γράμμα υπογράφουν και άλλοι άρχοντες του νησιού.
«Σιόρ Κονδύλη, χαίρεις.
Δίδομέν σου τήν εἴδησίν ἡμεῖς οἱ κάτωθεν ὑπογεγραμμένοι διά νά παρασταθῇς αὐτοῦ μέ τούς ἄρχοντας ὁπού εὑρίσκονται αὐτοῦ καί μέ τούς καραβοκυραίους, εἵ τι πρᾶγμα καί ἃν ἕβγῃ νά καταγράφεται ἀπό ὀλίγον ἕως πολύ καί νά στέλλεται μέσα να στέκῃ εἰς ἔνα μέρος εἰ μέν καί ζητηθῇ διά νά μήν μᾶς ἀκολουθήσῃ ζημία, ὄχι καί δέν ζητηθῇ ἄς ἠξεύρῃ ὁ καθένας τί ἐβγάνει νά λαμβάνῃ ἐκεῖνο ὁπού εἶναι τῆς ἀράδας. Καί ὅποιος δέν θελήσει καθώς σᾶς γράφομεν, νά φεύγῃ καί νά μήν ἀνακατώνεται, ὄχι καί ἔβγει κανένας εἰς αὐτό ἐνάντιος, ἄς ἠξεύρῃ ὅτι ἔχει νά ἀποκρίνεται εἰς κάθε ἀναζήτησιν. Ταῦτα καί ὑγιαίνετε.
1791, Ἰανουαρίου 3.
Πέτρος Καΐρης.
Δημήτριος Πολέμης.
Μιχαήλ Λορέντζου Καΐρη.
Βασίλειος Καΐρης.
Νικόλαος Κωτάκης.
Σταματέλος Μπίστης.
Λορέντζος Καΐρης.
Μιχαήλ Γεωργίου Καΐρη.»[5]
Οι υποδείξεις των δύο κοτζαμπάσηδων της Άνδρου μοιάζει να μην έπιασαν τόπο και κάποια αντικείμενα του πλοίου αρπάχθηκαν. Στο μεταξύ οι υπεύθυνοι για τα κοινά της Άνδρου είχαν ενημερώσει και την Οθωμανική Αρχή στην Πόλη.
Στις 27 Ιανουαρίου ο Γιουσούφ εφέντης, ως εντεταλμένος της Σαχ Σουλτάνας στην οποία ανήκε η Άνδρος ως τιμάριο, στέλνει διαταγή από την Κωνσταντινούπολη, όλα τα αντικείμενα να καταγραφούν λεπτομερώς και να κρατηθούν στα χέρια των κοτζαμπάσηδων μέχρι να εμφανιστεί κάποιος δικαιούχος,
Όποιος παραβαίνει την εντολή αυτή να σημειώνεται, ώστε να αποφασιστεί αργότερα η τιμωρία του. Ζητάει επίσης πληροφορίες για την εθνικότητα του πλοίου, που σημαίνει ότι η αρχική είδηση ότι πρόκειται για βενετσιάνικο καράβι, ήταν ανακριβής.
«Ὁ ἐνδοξότατος αὐθέντης αὐθέντης Σουλτάν κεχαγιασῆς τῆς ὑψηλοτάτης κυρίας κυρίας Σάχ Σουλτάνας Γιουσούφ ἐφέντης.
Πρός ἐσᾶς τούς κοντζαμπασῆδες τῆς νήσου Ἄνδρου Λορέντζο Καΐρη καί Γεωργάκη Κονδύλη.
Ἐπειδή καί ἐβεβαιώθηκα, ὅτι ἀπάνω εἰς τό νησί σας νά ἔπεσε ἔνα καράβι καί νά ἐπαραλαντίσθηκε (διελύθη, τουρκ. paralanmak) καῖ ἔστωντας καἰ νά μήν εἶχε ἀνθρώπους μέσα νοικοκύρηδες τοῦ αὐτοῦ καραβίου, λαμβάνοντας τό παρόν μου ἔνδοξον μπουγουρτί, προστάζω ἐσᾶς τούς κοντζαμπασῆδες ὅπου καί ἤθελεν εὑρεθῆ ἤ ἀπό πραγμάτεια ἤ ἀπό ξύλα ἤ χαλάτια (σχοινιά, τουρκ. halat) ἤ ἄλλο τινά εἶδος αὐτουνοῦ τοῦ καραβἰου, νά τά κάμετε ζάπτι (να τα εξουσιάζετε) καί νά στέκουν εἰς τό χέρι σας ἕως νά ἰδοῦμεν ἵσως ἥθελε εὑρεθῆ ὁ νοικοκύρης καί νά μήν εἶναι τρομιζάμενος (τολμισάμενος) τινάς νά κρύψῃ ὄχι πολύ, ἴσια μέ ἕναν κραφί (καρφί), διότι θέλει παιδευθῇ σφοδρῶς καί ἄν τινάς ὀπού ἔβγαινε ἀπό τό πρᾶγμα καί σᾶς ἀντισταθῇ καί δέν τό δώσῃ, νά μᾶς τόν σημειώνετε καί ἡμεῖς θέλομεν ἀποφασίσει τήν παιδείαν του. Προσέτι ἀκόμα προστάζω ἐσᾶς τούς κοντζαμπασῆδες νά μᾶς στείλετε τεφτέρι εἰς ὅ,τι πρᾶγμα ἥθελε εὑρεθῇ αὐτουνοῦ τοῦ καραβίου καί νά μᾶς σημειώσετε τίνος φυλή συμπεραίνετε νά εἶναι αὐτό τό καράβι. Ταῦτα νά ποιήσετε καί νά κάμετε ντοβάν (προσευχή, τουρκ. dua) διά τῆν πολυχρονεμένην μας βασίλισσαν καί διά τόν πασᾶν τόν ἀφέντην μας καί διά λόγου μας.
1791, Ἰανουαρίου 27»[6]

Η σπηλιά και το ρέμα της Λαβαντάρας (φωτογραφία Σ. Τσαούσης). Στα αριστερά του ρέματος το όρος Ακαμάτης και αρκετά πίσω το Επάνω Κάστρο. Από δεξιά και μέχρι το φαράγγι των Διποταμάτων, το όρος Κούρβουλο, που δεσπόζει απέναντι από το Συνετί.
Η προσταγή του Γιουσούφ εφέντη, παρελήφθη στις 7 Φεβρουαρίου και επειδή ούτε συγκέντρωση, ούτε καταγραφή των διασωθέντων αντικειμένων του ναυαγίου είχε πραγματοποιηθεί, ο Λορέντζο Καΐρης προκάλεσε ένα δεύτερο έγγραφο στις 9 Φεβρουαρίου το οποίο υπογράφουν 16 έγκριτοι Ανδριώτες.
Σκοπός ήταν να κατοχυρώσει τη Χώρα στο σύνολό της ως κοινότητα απέναντι σε μελλοντική διεκδίκηση δικαιούχων, και να κάνει σαφές ότι η ευθύνη κράτησης αντικειμένων είναι προσωπική.
«1791, Φεβρουαρίου 9.
Ἐπειδή καί νά ἔπεσεν ἕνα καράβι εὔκαιρο εἰς τό μέρος τῆς Λαβαντάρας, χωρίς ἀνθρώπους εἰς τές δύο τοῦ Γεναρίου, διά τό ὁποῖον ἕγινεν προσταγή ἀπό τούς ἄρχοντας ὁπού νά βαλθῇ ὅλον τό πρᾶγμα εἰς ἕνα μέρος καί δέν εἰσηκούσθη, μᾶς ἐστάλθη καί δευτέρα προσταγή εἰς τάς ἐπτά Φεβρουαρίου ἀπό τόν ἐνδοξότατον Ἰσούφ ἐφέντη διά αὐτό τό ὅμοιν καράβι, προστάζοντας τούς κοτζαμπασῆδες μας όπού νά συμμαζώξουν ὅλον τό πρᾶγμα ἀπό πολύ ἕως ὀλίγον ἐγγράφως, νά τό βάλουν εἰς ἕνα μέρος διά κάθε καιροῦ ἀνεζήτησιν, εἰς τήν ὁποίαν προσταγήν κάμνομεν ἡμεῖς ὅμως ὅλοι οἱ κάτωθεν ὐπογεγραμμένοι ἰταΐτι (υπακοή, τουρκ. itaatti)[7], διά <νά> γένῃ ἡ προσταγή αὐτή, καί ὅποιος δἐν ἤθελε γένει ἰταΐτης εἰς τήν προσταγήν ταύτην, εἴ τι ἤθελεν ἀκολουθήσει ὕστερον, νά ἀποκρίνεται ἐκεῖνος, ὁπού ἤθελεν ἔβγει παρήκοος εἰς τήν προσταγήν καί νά εἶναι ἡ Χώρα ἀνεζήτητη. Ὅθεν εἰς ἔνδειξιν ἔγινε τό παρόν μέ τάς ὐπογραφάς μας καί ἐδόθη εἰς χεῖρας τῶν κοτζαμπασήδων μας.
σακελλάριος Ἄνδρου.
Μιχαήλ Λορέντζου Καΐρη.
Νικόλαος Κωτάκης.
Σταματέλος Μπίστης.
Ἀντρέας Τελλαγραμμάτικας.
Πέτρος Καΐρης.
Λεονάρδος Ροΐδης.
Ἀντώνιος Σπυρίδος.
Ἰωάννης Κωτάκης.
Λεονάρδος Καμπάνης.
Ἀντώνιος Κωτάκης.
Δημήτριος Ροΐδης.
Μιχάλης Νέρης.
Λεονάρδος Νέρης.
Μιχάλης Γεωργίου Καΐρης.
Νικόλαος Καΐρης.»[8]

Η σπηλιά της Λαβαντάρας μέσα από την απέναντι Φακιότρυπα όπου έβρισκε καταφύγιο η μεσογειακή φώκια monachus monachus (φωτογραφία Α. Γαρδέλης).

Η σπηλιά του Άη Νικόλα πριν τον κόλπο της Λαβαντάρας. Αφιερωμένη στην προστασία των ναυτικών από το δύσκολο αυτό πέρασμα. (φωτογραφία Σ. Τσαούσης)
Δεν είναι γνωστό τι συνέβη τα επόμενα χρόνια. Κάποια αντικείμενα έμειναν στα χέρια του Λορέντζο Καΐρη, ο οποίος πνίγηκε τον Ιανουάριο του 1794 σε ταξίδι του προς την Κωνσταντινούπολη[9].
Το τελευταίο έγγραφο της υπόθεσης χρονολογείται στις 26 Αυγούστου 1799 και αφορά σε πωλητήριο σχοινιών που είχαν μείνει από τα διασωθέντα του ναυαγίου. Ο κοτζαμπάσης Σταματελάκης Μπίστης και ο Τούρκος αγάς, τα πωλούν σε τέσσερις Ανδριώτες ναυτικούς, έναντι τετρακοσίων γροσιών, τα οποία μάλλον μοίρασαν σε όσους συμμετείχαν προ οκταετίας στην επιχείρηση διάσωσης.
«1799, Αὐγούστου 26.
Διά τοῦ παρόντος καταλόγου δῆλον γίνεται, ὅτι τά κάτωθεν χαλάτια ὡς φαίνονται, ὁπού ἔμειναν τοῦ τζακιστέντος καραβίου τῆς Λαβαντάρας, ὁπού εἶχεν πουλήσει ὁ ἐνδοξότατος Μεχμέτ ἁγᾶς ὁμού καί ὁ κοτζάμπασης σιόρ Σταματελάκης Μπίστης τοῦ Νικολάου Ἀλαμάνου καί Δημητρίου Σταμπολῆ, ξεκαθερίζοντας ἐξόχως ἀπό ἐκεῖνα ὁπού λείπουνται, ἥγουν ὁπού εἶχεν ὀ μακαρίτης Λουρέντζος Καΐρης ζάπτι εἰς χεῖρας του ὡς φαίνεται ἠ λίστα τοῦ ἐνδοξοτάτου Γιακούπ ἀγᾶ, διά τά ὁποῖα ὁπού εὑρέθηκαν τήν σήμερον ἐσυμφωνήσαμεν μέ τόν Μεϊμέτ ἀγᾶ καί σιόρ Σταματελάκη Μπίστη κοτζάμπαση, ὁ Φραγκούλης Περλουρέντζος καί Γιαννάκης Πέτας καί Δημήτριος Ζερμπῖνος καί Γιαννάκης Μπάλκας, καί μᾶς τά πουλεῖ διά γρόσια τετρακόσια, λέγω ἀσιλάνια 400, τά ὁποῖα τά ἐμετρήσαμεν εἰς χεῖρας τοῦ κοτζάμπαση καί Μεχμέτ ἀγᾶ καί ἐλάβαμεν τά ρηθέν χαλάτια ὁπού εὐρέθηκαν. Οὕτως ἐσυμφωνήσαμεν καί ἐπήραμεν τό παρόν εἰς χεῖρας μας μέ τήν ἐσφράγισιν τοῦ ρηθέντος Μεχμέτ ἀγᾶ καί ὐπογραφήν τοῦ κοτζάμπαση εἰς τά ὁποῖα χαλάτια ἀγροικοῦνται ὅλοι, μικροί καί μεγάλοι, ὅσοι ἐδούλεψαν.»[10]
Από μαθητής του δημοτικού στο Συνετί, άκουγα για τη Λαβαντάρα (ή Λεβαντάρα) η οποία μου προκαλούσε μια παράξενη έλξη. Σαν απαγορευμένος τόπος. Ήταν μακριά από το χωριό για να πας παιδί με τα πόδια και οι ευκαιρίες να μπεις σε μια βάρκα που θα σε πήγαινε εκεί, ελάχιστες. Η ιστορία του ναυαγίου προσδίδει σίγουρα και άλλο μυστήριο σε αυτόν τον άγριας ομορφιάς τόπο.
Κι αν τίποτα δεν έχει απομείνει από το ξύλινο κουφάρι του πλοίου μετά από σχεδόν 230 χρόνια, η βυθισμένη του άγκυρα ίσως να στέκει ακόμα μάρτυρας της ταραγμένης εκείνης ημέρας.
Ο Σπύρος Τσαούσης μεγάλωσε στο χωριό Συνετί,
MSc. Ευρωπαϊκές Σπουδές, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
υ.γ. 1 Τα παλαιότερα του 1830 ναυάγια θεωρούνται αρχαία και είναι αρμοδιότητα της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων και κυριότητας ΥΠ.ΠΟ.Α. Η δημοσίευση αυτή αποσκοπεί και στην καταγραφή του άγνωστου αυτού ναυαγίου, με βάση το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Για το λόγο αυτό ενημέρωσα την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και ελπίζω σύντομα να προχωρήσουν οι διαδικασίες που προβλέπονται.
υ.γ. 2 Συγγραφή σε πολυτονικό σύστημα και επεξεργασία Google Earth: Σπύρος Τσαούσης. Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Γαρδέλης και Σπύρος Τσαούσης.
[1] https://en.wikipedia.org/wiki/Treaty_of_K%C3%BC%C3%A7%C3%BCk_Kaynarca
[2] Η αποτύπωση του Arthur Tower το 1840
[3] Τοπωνυμικόν της Νήσου Άνδρου, Δημήτριος Π. Πασχάλης, Τυπογραφείον Εστία 1933
[4] Πέταλον, Τεύχος Δεύτερον, σελ. 157, Δ. Ι. Πολέμη, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Φάκελος 416 αρ. 34
[5] Πέταλον, Τεύχος Δεύτερον, σελ. 158, Δ. Ι. Πολέμη, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Φάκελος 117 αρ. 26
[6] Πέταλον, Τεύχος Δεύτερον, σελ. 159, Δ. Ι. Πολέμη, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Φάκελος 417 αρ. 31
[7] Επεξηγήσεις Δ. Ι. Πολέμη
[8] Πέταλον, Τεύχος Δεύτερον, σελ. 160, Δ. Ι. Πολέμη, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Φάκελος 117 αρ. 27
[9] Πέταλον, Τεύχος Δεύτερον, σελ. 156, Δ. Ι. Πολέμη, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Φάκελος 418, έγγραφο 22 Νοεμβρίου 1837
[10] Πέταλον, Τεύχος Δεύτερον, σελ. 161, Δ. Ι. Πολέμη, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, Φάκελος 117 αρ. 73
Εξαιρετικό άρθρο!!